διαποίκιλος

From LSJ
Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαποίκῐλος Medium diacritics: διαποίκιλος Low diacritics: διαποίκιλος Capitals: ΔΙΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: diapoíkilos Transliteration B: diapoikilos Transliteration C: diapoikilos Beta Code: diapoi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A variegated, Hp.Coac.603; ἄκανθα δ. τὴν χρόαν Arist.Fr.269; δ. ῥάβδοις striated, Id.HA525a12; δ. ψῆφοι Str.5.2.6.    2 metaph., ἀοιδά Lyr.Alex.Adesp.20.6.    II of persons, clad in embroidered robes, Luc.Nec.12.

German (Pape)

[Seite 596] bunt, bunt untermengt; μέλασι δ., Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 4, 1; Folgde; auch = mit bunten Kleidern versehen, Luc. Necyom. 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαποίκῐλος: -ον, πεποικιλμένος, Ἱππ. Κωακ. 219· ἄκανθος δ. τὴν χρόαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 253· δ. ῥάβδοις, ῥαβδωτός, αὐλακωτός, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 4. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d’habits brodés.
Étymologie: διά, ποικίλος.

Spanish (DGE)

(διαποίκῐλος) -ον
abigarrado, de varios colores, διαχώρημα μέλασι διαποίκιλον excremento de varios tonos oscuros Hp.Coac.603, διαποίκιλος τὴν χρόαν de color variopinto Arist.Fr.269, τὰ πρανῆ ... ἔχει ὁ ἄρρην ... διαποίκιλα ῥάβδοις el macho tiene el dorso coloreado por estrías Arist.HA 525a12, εἰς τοὺς στρωματεῖς τοὺς διαποικίλους Thphr.HP 4.2.7, cf. Str.5.2.6, Luc.Nec.12, σφραγίς Ath.Askl.4.122 (III a.C.)
variado ἀοιδά Carm.Conu.34(c).4 (= Lyr.Alex.Adesp.20.6).

Russian (Dvoretsky)

διαποίκῐλος: 1) пестрый, испещренный: δ. ῥάβδοις Arst. полосатый; δ. τὴν χρόαν Arst. разноцветный;
2) одетый в пестрое платье (πορφυροῦς τις ἢ δ. Luc.).