ἐγκρίς
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A a cake made with oil and honey, Stesich.2, Pherecr. 83, Antiph.275, LXX Ex.16.31, Ph.1.214; also expld. as, = ἀμανίτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 710] ίδος, ἡ, eine Kuchenart, com. Ath. XIV, 645 d; Epicharm. Ath. III, 110 c; Suid. erkl. γλύκασμα ἐξ ἐλαίου ύδαρές.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρίς: -ίδος, ἡ, πλακοῦς παρεσκευασμένος μετ’ ἐλαίου καὶ μέλιτος, καλούμενος καὶ ταγηνίας, «τηγανίτα», Στησίχ. 2, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, κτλ.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
pastel o torta bañado en miel y aceite, Stesich.2(a), Pherecr.99, Antiph.273, Epich.46, τὸ δὲ γεῦμα αὐτοῦ ὡς ἐ. ἐν μέλιτι su sabor (el del maná) era como el de una torta de aceite bañada en miel LXX Ex.16.31, ἐ. ἐξ ἐλαίου LXX Nu.11.8, δύο ἐγκρίδες, ἡ μὲν ἐκ μέλιτος, ἡ δ' ἐξ ἐλαίου Ph.1.214, cf. Ath.645e, γλύκασμα ἐξ ἐλαίου ὑδαρές Hsch., Sud.