διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Source
Greek (Liddell-Scott)
βᾶμα: τό, Δωρ. ἀντὶ βῆμα, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. βῆμα.
English (Slater)
βᾱμα
1 step βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ sc. Ἀπόλλων (P. 3.43)
Spanish (DGE)
v. βῆμα.
Greek Monotonic
βᾶμα: τό, Δωρ. αντί βῆμα.