ἁλίευμα
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
ατος, τό,
A draught of fish, Str.11.2.4.
German (Pape)
[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.
Spanish (DGE)
-ματος, τό pesca Str.11.2.4.
Greek Monolingual
το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύω
νεοελλ.
1. το προϊόν της αλιείας
2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν
αρχ.
η αλιεία, το ψάρεμα.