ἀτεκνία

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεκνία Medium diacritics: ἀτεκνία Low diacritics: ατεκνία Capitals: ΑΤΕΚΝΙΑ
Transliteration A: ateknía Transliteration B: ateknia Transliteration C: ateknia Beta Code: a)tekni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A childlessness, barrenness, Arist.Pol.1265b10, Ph. 1.201, etc.: pl., Arist.Pol.1265a41.

German (Pape)

[Seite 384] ἡ, Kinderlosigkeit, Arist. pol. 2, 3; Plut. Thes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεκνία: ἡ, ἡ ἔλλειψις τέκνων, στείρωσις, διὰ τὰς ἀτεκνίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 12, κ. ἀλλ.· διὸ καὶ τὰ ἀτέραμνα ὕδατα καὶ ψυχρὰ τὰ μὲν ἀτεκνίαν ποιεῖ, τὰ δὲ θηλυτοκίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. γεν. 2. ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
privation d’enfants ou de petits.
Étymologie: ἄτεκνος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de hijos ὡρίσθαι ... τὴν τεκνοποιίαν ... πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ἀτεκνίαν Arist.Pol.1265b10, cf. 1265a41, τῆς τῶν ἡμιόνων ἀτεκνίας Arist.GA 749a10, τῆς ἀτεκνίας ἀπαλλάξειν Αἰγέα Plu.Thes.12, ἀτεκνία ἢ ὀλιγοτεκνία Ptol.Tetr.4.6.1, cf. Ph.1.201, Poll.3.14.
2 fig. esterilidad, desolación ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ τῶν καλῶν, καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου LXX Ps.34.12, cf. Thdt.M.80.1112C.

Greek Monolingual

η (AM ἀτεκνία) άτεκνος
το να μην έχει ή να μη μπορεί να αποκτήσει κάποιος παιδιά.