ἀκατάβλητος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάβλητος Medium diacritics: ἀκατάβλητος Low diacritics: ακατάβλητος Capitals: ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akatáblētos Transliteration B: akatablētos Transliteration C: akatavlitos Beta Code: a)kata/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229.    II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut abattre ou réfuter.
Étymologie: ἀ, καταβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido derribado o abatidode un luchador, dud. en JRCil.1.41 (Antioquía, imper.).
2 fig. indestructible, irrefutable λόγος Ar.Nu.1229, glos. a ἀκαθαίρετος Sud.
inconmovible, firme ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάβλητος, -ον) καταβάλλω
1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος
2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί
«ακατάβλητοι τόκοι».