ἔησθα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
Ep. 2sg. impf. of εἰμί (
A sum). ἔῃσι, Ep. 3sg. subj. pres. of εἰμί (sum). ἐητύς, ύος, ἡ, goodness, Hsch. ἔθα· πάλιν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἔησθα: β΄ ἑνικ. Ἐπ. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impf. épq. de εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
Greek Monotonic
ἔησθα: Επικ. βʹ ενικ., Επικ. αντί ἦς, βʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (sum).