ἀμίαντος

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ον,

   A undefiled, pure, ὕδωρ Thgn.447; φάος Pi.Fr.142; αἰθήρ B.3.86; A.Pers.578 calls the sea ἡ ἀμίαντος; ἀ. τοῦ ἀνοσίου πέρι free from stain of ungodliness, Pl.Lg.777d; περὶ τῶν ὁσιωτάτων Epicur.Nat.15.34; γάμοι οἱ ἀ. Epigr.Gr.204.13 (Cnidos), cf. Ep.Hebr. 13.4; τόπος LXX 2 Ma.15.34; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4.    2 not to be defiled, D.H.2.75.    II ὁ ἀ. λίθος asbestos, Arist.Fr.495, Dsc. 5.138, Plin.HN36.139.

German (Pape)

[Seite 124] unbefleckt, rein, φάος Pind. frg. 106; ὕδωρ Theogn. 447; ἡ ἀμ., das nicht zu befleckende, heilige Meer, Aesch. Pers.- 570; περὶ τοῦ ἀνοσίου in Beziehung auf, Plat. Legg. VI, 777 e; Plut. Num. 9 Pericl. 39; – ὁ ἀμ., der Amiant, Asbest, ein grünlicher Stein, der sich in Fäden spinnen läßt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμίαντος: -ον, ὁ μὴ μιανθείς, ἁγνός, καθαρός, ὕδωρ Θέογν. 447· φάος Πινδ. Ἀποσπ. 106. Ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 578 καλεῖ τὴν θάλασσαν ἁπλῶςἀμίαντος: - ἀμ. τοῦ ἀνοσίου πέρι, μὴ μεμιασμένος ἐκ τῆς κηλῖδος τῆς ἀσεβείας, Πλάτ. Νόμ. 777Ε· γάμοι οἱ ἀμ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 204. 13. 2) ὁ μὴ μιαινόμενος, Διον. Ἁλ. 2.75. II. ὁ ἀμ. λίθος, λίθος ὑποπράσινος, ὅμοιος ἀσβέστῳ, Διοσκ. 5. 156.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans souillure, pur : ἡ ἀμίαντος la mer (l’eau lustrale par excellence, qui enlève les souillures et ne peut être souillée).
Étymologie: ἀ, μιαίνω.

English (Slater)

ᾰμῐαντος
   1 pure, unblemished ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.

Spanish (DGE)

-ον
I gener. de realidades físicas
1 en sent. fís. limpio, puro ὕδωρ Thgn.447, φάος Pi.Fr.108b.2, αἰθήρ B.3.86, τοὔλαιον Plu.2.395e
en sent. relig. o moral γάμοι GVI 1874.13 (Cnido II/I a.C.), τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καὶ ἡ κοίτη ἀ. Ep.Hebr.13.4, σῶμα LXX Sap.8.20, Ph.2.249, τόπος LXX 2Ma.15.34, τὸ ἄγιον I.BI 6.99, κληρονομία ἄφθαρτος καὶ ἀ. καὶ ἀμάραντος 1Ep.Petr.1.4, ἅγια καὶ ἀ. ὀνόματα PMag.4.875, ἁγναὶ καὶ ἀ. χεῖρες 1Ep.Clem.29.1, cf. tb. μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος, ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτην LXX Sap.3.13
de pers. siempre en sent. moral γιγνόμενός τις ἀμίαντος τοῦ τε ἀνοσίου πέρι καὶ ἀδίκου Pl.Lg.777e, ὁ μηδὲ ἀμίαντος περὶ τινῶν Epicur.Fr.[30] 35.4, ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν Ep.Hebr.7.26, de Pericles βίον ἐν ἐξουσίᾳ καθαρὸν καὶ ἀ. Plu.Per.39, ἀϊθαλής, ἀμίαντε, χρόνου πάτερ, ἀθάνατε Ζεῦ (del Sol), Orph.H.8.13, μίμνειν ἀμίαντον ἐδωδῆς ἐμψύχοιο (de Heleno), Orph.L.368
subst. ἡ ἀ. el mar A.Pers.578
neutr. subst. pureza, limpieza Plu.2.383b, Hom.Clem.M.2.233B.
2 de abstr. inviolable οὕτω γοῦν σεβαστόν τι πρᾶγμα καὶ ἀμίαντον ἐνομίσθη τὸ πιστόν hasta tal punto, en efecto, fue considerada como cosa inviolable y venerable la «fides» D.H.2.75.
II λίθος ἀ. el amianto o asbesto Dsc.5.138
subst. masc. amiantus alumini similis nihil igni deperdit Plin.HN.36.139
tb. neutr. τὸ ἀμίαντον ... οὐ καίεται Gp.15.1.33, ἀντὶ ἀμιάντου, ἀφροσέλινον Gal.19.724.
III adv. -ως de forma impoluta, inmaculada ἀχράντως καὶ ἀ. Meth.Sym.et Ann.M.18.381C. • DMic.: a-me-ja-to (??).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of μιαίνω; unsoiled, i.e. (figuratively) pure: undefiled.