δωμάτιον
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of δῶμα, Ar.Ra.100, IG12(8).442.8 (Thasos), Jul.
A ad Them.263a. II chamber, bedchamber, Ar.Lys. 160, Lys.1.17, 24, Pl.R.390c, and so prob. in X.Eph.2.1, Procop. Arc.23. III housetop (cf. foreg. 1.4), J.BJ2.21.5, Hdn.1.12.8.
German (Pape)
[Seite 694] τό, dim. von δῶμα; – a) kleines Haus, VLL. – b) Gemach, Zimmer, bes. Schlafgemach: Ar. Lys. 160; Plat. Rep. III, 390 c; Lys. 1, 17; obere Gemächer, Hdn. 1, 12, 16; vgl. Poll. 4, 129.
Greek (Liddell-Scott)
δωμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δῶμα, Ἀριστοφ. Βατρ. 100. ΙΙ. θάλαμος, τοῦ ὕπνου δωμάτιον (ἴδε κοιτών), Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Λυσίας 93. 18., 94. 7, Πλάτ. Πολ. 390C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite maison;
2 petit temple, chapelle;
3 petite chambre, chambre à coucher.
Étymologie: δῶμα.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 casita, pequeña vivienda Διὸς δωμάτιον paród. Ar.Ra.100, 311, ἧκον εἰς τὸ δ. ἔνθα συνήθως διῃτῶντο X.Eph.2.1.1
•sin valor dim. casa Luc.Am.10, Hld.4.14.1, IG 12(8).442.8 (Tasos), Iul.ad Them.263a, Procop.Goth.14.27
•sent. peyor. casucha ἐν δωματίοις πενήτων Plu.2.517a.
2 habitación, cámara, dormitorio εἰς τὸ δ. ... ἕλκειν Ar.Lys.160, cf. Ec.8, Lys.1.17, 24, 12.10, Pl.R.390c, I.BI 2.610, 6.405, Plu.Ant.76, Caes.63, 2.61c, 766b, Luc.Asin.13, Phryn.222, Fauorin.Fr.103, Philostr.VA 2.35, Ach.Tat.2.20.1, Procop.Arc.23.22, cf. Vand.1.4.22, οἱ τοῦ δωματίου προεστῶτες los guardianes de la cámara I.AI 7.351.
3 terraza superior de la casa, azotea ἐς τὰ δωμάτια ἀναβάντες Hdn.1.12.8, cf. PMag.1.70, PMasp.309.27 (VI d.C.).
Greek Monotonic
δωμάτιον: τό,
I. υποκορ. του δῶμα, σε Αριστοφ.
II. κάμαρα, δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, σε Πλάτ.