βαῦνος
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
or βαυνός, ὁ,
A furnace, forge, Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = χυτρόπους, Poll.10.100:—in Hsch. also βαύνη, ἡ.
German (Pape)
[Seite 439] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
Greek (Liddell-Scott)
βαῦνος: ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως βαύνη, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
four, fourneau.
Étymologie: DELG emprunt probable.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βαυνός Eratosth.24
1 horno para uso industrial ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN 104.23, Ael.Dion.β 11, AB 222.22.
2 brasero con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.
• Etimología: Prob. se trate de un prést. minorasiático.
Greek Monolingual
βαῡνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.