ἀκάττυτος

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάττῡτος Medium diacritics: ἀκάττυτος Low diacritics: ακάττυτος Capitals: ΑΚΑΤΤΥΤΟΣ
Transliteration A: akáttytos Transliteration B: akattytos Transliteration C: akattytos Beta Code: a)ka/ttutos

English (LSJ)

ον,

   A not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.

Spanish (DGE)

-ον sin remendar, nuevo ὑπόδημα Teles 4.40.

Greek Monolingual

ἀκάττυτος, -ον (Α) καττύω, κασσύω
αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).