ἀκάττυτος
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
ον,
A not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.
Spanish (DGE)
-ον sin remendar, nuevo ὑπόδημα Teles 4.40.
Greek Monolingual
ἀκάττυτος, -ον (Α) καττύω, κασσύω
αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).