ἀκόλυμβος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλυμβος Medium diacritics: ἀκόλυμβος Low diacritics: ακόλυμβος Capitals: ΑΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: akólymbos Transliteration B: akolymbos Transliteration C: akolymvos Beta Code: a)ko/lumbos

English (LSJ)

ον,

   A unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: ἀ, κόλυμβος.

Spanish (DGE)

-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Greek Monolingual

ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολυμβῶ].