ἀναισίμωμα

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισίμωμα Medium diacritics: ἀναισίμωμα Low diacritics: αναισίμωμα Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΩΜΑ
Transliteration A: anaisímōma Transliteration B: anaisimōma Transliteration C: anaisimoma Beta Code: a)naisi/mwma

English (LSJ)

ατος, τό, = Att. δαπάνη,

   A that which is used up, τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ the war-expenses, Hdt.5.31.

German (Pape)

[Seite 190] τό, das Verwendete, die Kosten, τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισίμωμα: -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. δαπάνη· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense.
Étymologie: ἀναισιμόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ῐ-]
gasto c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31
sin determ., Call.Fr.196.45.

Greek Monolingual

ἀναισίμωμα, το (Α) ἀναισιμῶ
αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη.