ἀνακόλλημα

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόλλημα Medium diacritics: ἀνακόλλημα Low diacritics: ανακόλλημα Capitals: ΑΝΑΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: anakóllēma Transliteration B: anakollēma Transliteration C: anakollima Beta Code: a)nako/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.

German (Pape)

[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
venda o emplasto adhesivo Dsc.2.135, Eup.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακόλλημα) ἀνακολλῶ
αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι.