ἀνταύγεια

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

German (Pape)

[Seite 245] ἡ, dasselbe, Xen. Cyn. 5, 18; Plut. oft, z. B. ὥσπερ ἐν τοῖς ἐσόπτροις τὰ φαινόμενα κατ' ἀνταύγειαν de gen. Socr. 22 (p. 347).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réflexion de la lumière, reflet.
Étymologie: ἀνταυγής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): tb. -ία Hp.Hebd.1.52
reflejo luminoso, resplandor τῆς γῆς Pythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c., ἡλίου Onas.29.2, Ascl.Tact.12.10, τῆς χιόνος D.S.17.82
brillo, color vivo (λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειαν X.Cyn.5.18
de una piedra preciosa, Epiph.Const.Gemm.M.43.296D.

Greek Monolingual

η (Α ἀνταύγεια και -γία) ανταυγής
αντιφέγγισμα, λάμψη.