ἀνταναπλήρωσις
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
εως, ἡ,
A filling up again, Epicur.Ep.1p.11U.
German (Pape)
[Seite 244] ἡ, das Dagegenwiederanfüllen, Epic. bei Diog. L. 10, 48.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de llenarse o completarse de nuevo ῥεῦσις ... οὐκ ἐπίδηλος τῇ μειώσει διὰ τὴν ἀνταναπλήρωσιν Epicur.Ep.[2] 48, τῶν τόπων Phlp.in GC 92.15.
Greek Monolingual
ἀνταναπλήρωσις, η (Α)
η εκ νέου αναπλήρωση.