πότμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, (πίπτω) poet. word,
A that which befalls one, lot, destiny: 1 in Hom. always of evil destiny, esp. of death; of the killer, πότμον ἐφῆκε, ἐφήσω, Il.4.396, Od.19.550; or of the killed, πότμον ἐπισπεῖν Il.6.412, Od.2.250, al.; θάνατον καὶ π. ἐπισπεῖν Il.2.359, 20.337, al.; also θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν 7.52, Od.4.562, al.; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον 11.197; αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Il.4.170, cf. 11.263; also πότμον ἐφάψαι, = π. ἐφεῖναι, Pi.O. 9.60, cf. B.5.158, etc.; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, of the Dioscuri who lived on alternate days, Pi.N.10.57. 2 after Hom. without a sense of evil, π. συγγενής one's natural gifts, ib.5.40; εὐτυχεῖ π. A.Pers.709; καλλίπαις π. Id.Ag.762 (lyr.), cf. 1005 (lyr.); π. ξυνήθης πατρός my father's customary fortune, S.Tr.88; π. ἄποτμος E.Hipp. 1143 (lyr.); τίνα ποτ' Ἠλέκτρα πότμον εἴληχε βιότου; Id.IT913; θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Arist.Fr.Lyr.6.4. II personified, Destiny, ὁ μέγας Π. Pi.P.3.86. [The first syll. long in Hom., but sts. short in later poets, IG9(1).871 (Corc., iii B.C.), Orph.A.1291; commonly short in Trag., but long in S.Tr.88, Fr.871.1.]
German (Pape)
[Seite 690] ὁ (πετ, πίπτω), das, was Einem zufällt, Zufall, Loos, Schickfal; gew. Unglück, bes. Todesloos, Todesgeschick, in welcher Bdtg Hom. von dem, der den Tod verhängt, bereitet, πότμον ἐφεῖναι sagt, wie Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, Il. 4, 396; ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, Od. 19, 550; von dem, der ihn erleidet, πότμ ον ἐπισπεῖν, Il. 6, 412; auch οὐ γάρ πώ τοι μοῖρα θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, 7, 52; ἐπεί κ' Ἀχιλεὺς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 20, 337; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον, Od. 11, 197; ähnl. πότμον ἀναπλήσαντες, Il. 11, 263, sein Schicksal erfüllt habend, gestorben; ἑτάρων ἐρέων ἀδευκέα πότμον, Od. 10, 245, das herbe Geschick der in Schweine verwandelten Gefährten; – Pind. allgemein Loos; ὁ πότμος συγγενὴς κρίνει ἔργων πέρι, N. 5, 40; πότμος συγγενὴς ἐπέβασεν εὐαμερίας, I. 1, 39; τύχα πότμου, P. 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι, Ol. 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, N. 10, 57; εὐθυπορῶν, Aesch. Ag. 977; διχόφρων, Spt. 881; Soph. u. Eur., τίνα πότμον εἴληχε βίου, I. T. 913; sp. D. – [Auch die Attiker brauchen zuweilen die erste Sylbe lang, Seidl. vers. dochm. p. 106; spätere Epiker haben sie zuweilen kurz, Jacobs A. P. p. 572.]