ἄτυπος
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
ον,
A speaking inarticulately, stammering, Gell 4.2.5 II conforming to no distinct type (of illness), Gal.7.471 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 390] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. atípico de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.
2 carente de «tipo» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.Dial.96.
3 adv. -ως de una manera no tipológica en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.Dial.96.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτυπος, -ον)
ιατρ. φρ. «άτυπα κύτταρα», «άτυπη πνευμονία» — αυτός που παρουσιάζει κάποια απόκλιση, τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό πεδίο
νεοελλ.
αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη συμφωνία»)
αρχ.
τραυλός.