ἀφανιστής
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A destroyer, dub. l. in Plu.2.828f, cf. Sch.A.Th.175, etc.; scavenger, PLond.2.387.9 (iii A. D.):—fem. ἀφᾰν-ίστρια, Sch.Opp.H.2.487:—hence ἀφᾰν-ιστικός, ή, όν, causing to disappear, τινός A.D.Pron.33.15; τριχῶν Archig. ap. Aët.6.63, cf. Crito ap.Gal.12.447; destroying, Sch.A.Th.145. Adv. -κῶς Sch.Il.21.220, al.
German (Pape)
[Seite 407] ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανιστής: -οῦ, ὁ καταστροφεύς, ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― ἐντεῦθεν, ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait disparaître, qui détruit.
Étymologie: ἀφανίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 destructor οἱ ἀφανισταί los que arruinan dicho de los acreedores, Plu.2.828f, ἀφανισταὶ τῶν κακῶν de los dioses, Sch.A.Th.174-176, de ciertos peces, Sch.Opp.H.2.421, cf. A.Andr.A 9 (p.51.16), Epiph.Const.Haer.42.11 (p.140.28).
2 corruptor, A.Thom.A.106 (p.218.12).
3 sent. dud. quizá basurero, PLond.387.9 (VI d.C.).
Greek Monolingual
ο (AM ἀφανιστής) αφανίζω
καταστροφέας, εξολοθρευτής.