ἀφροδισιακός

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

German (Pape)

[Seite 415] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; λίθος, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροδῑσιακός: -ή, -όν, εἰς τὰ ἀφροδίσια, τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς ἀνήκων, τέρψεις Διόδ. 2. 23.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): lat. aphrodisiacus Plin.HN 37.148
1 venéreo, sexual, erótico τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ
neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά impulsos sexuales ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ PMag.4.404.
2 dud. afrodisíaco ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν POxy.1293.33 (II d.C.) en BL 6.101, cf. POxy.1293.5, 39.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀφροδισιακός, -ή, -όν) αφροδίσιος
1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης
2. «ἀφροδισιακός λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην αρχαιότητα ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.