βαλλωτή

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλωτή Medium diacritics: βαλλωτή Low diacritics: βαλλωτή Capitals: ΒΑΛΛΩΤΗ
Transliteration A: ballōtḗ Transliteration B: ballōtē Transliteration C: valloti Beta Code: ballwth/

English (LSJ)

ἡ,

   A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, eine Pflanze, Diosc.; porrum nigrum, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

βαλλωτή: ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἴσως τὸ μέλαν πράσιον, ἀγριομελισσόχορτον, Διοσκ. 3. 117.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
bot. marrubio fétido o negro, Ballota nigra L., Dsc.3.103, Plin.HN 27.54.

Greek Monolingual

η (Α βαλλωτή)
πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].