βαλλωτή
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἡ,
A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, eine Pflanze, Diosc.; porrum nigrum, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
βαλλωτή: ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἴσως τὸ μέλαν πράσιον, ἀγριομελισσόχορτον, Διοσκ. 3. 117.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
bot. marrubio fétido o negro, Ballota nigra L., Dsc.3.103, Plin.HN 27.54.
Greek Monolingual
η (Α βαλλωτή)
πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].