βδελυγμός
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ὁ,
A abomination, LXX 1 Ki.25.31, Na.3.6.
German (Pape)
[Seite 440] ὁ, Ekel, Abscheu, VLL.; K. S.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
horror, abominación βδελυγμὸς καὶ σκάνδαλον τῷ κυρίῳ (del derramar sangre inocente), LXX 1Re.25.31, cf. Na.3.6.
Greek Monolingual
βδελυγμός, ο (Α) βδελύσσομαι
η βδελυγμία.