βατραχίς
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A frog-green garment, Ar.Eq.1406, IG2.754.16, D.C.59.14. 2 = βατράχιον I, Alex.Trall.3.6: but, II βᾰτρᾰχίς, ῖδος, Dim. of βάτραχος, Nic.Th.416.
German (Pape)
[Seite 439] ίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.
Greek (Liddell-Scott)
βατραχίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἐσθῆτος ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1406, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 19. 50. 2) βατράχιον 1, Ἀλέξ. Τραλλ.· ἀλλά, ΙΙ. βατραχίς, ῖδος, ὑποκορ. τοῦ βάτραχος, Νικ. Θ. 416.
French (Bailly abrégé)
1ῖδος (ἡ) :
petite grenouille, rainette, animal.
Étymologie: βάτραχος.
2ίδος
adj. f.
de grenouille ; d’où subst.
1 habit vert clair;
2 renoncule, plante.
Étymologie: βάτραχος.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 dim. ranita ἀγρώσσων ... μολουρίδας ἢ βατραχῖδας Nic.Th.416, Hsch.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. βατραχίς βοτάνη Alex.Trall.2.103.3.
3 vestido de hombre de color verde Ar.Eq.1406, IG 22.1514.16 (IV a.C.), Poll.7.55, D.C.59.14.6, Hsch., Phot.β 98.
Greek Monolingual
βατραχίς (-ίδος), η (Α)
1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα
2. το φυτό βατράχιο.