βακχευτής
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, der bacchisch Begeisterte, Bacchant, Beiname des Dionysos, Orph. H. 46; Antip. Th. 27 (Plan. 290); des Pan, Orph. H. 11, 21. – Adj., ῥυθμός Agath. 24 (XI, 64).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui se livre à des transports bachiques;
2 adj. m. de bacchant, bachique.
Étymologie: βακχεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Morfología: [ac. sg. Βακχευτάν Phanod.12]
báquico θεός de Dioniso AP 16.290 (Antip.Thess.), ῥυθμός AP 11.64.2 (Agath.)
•como epít. de Dioniso, Phanod.l.c., Orph.H.47.6
•epít. de Pan, Orph.H.11.5, 21.
Greek Monolingual
ο (Α βακχευτής, ο, θηλ. βακχεύτρια, η)
αυτός που κατέχεται από βακχική μανία.