βρομιάζομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A = Βακχεύω, from Βρόμιος, AP9.774 (Glauc.).
German (Pape)
[Seite 464] bacchisch jubeln, Glauc. 3. 4 (IX, 774. 775).
Greek (Liddell-Scott)
βρομιάζομαι: ἀποθ. = βακχεύω, ἐκ τοῦ βρόμιος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 774.
Spanish (DGE)
estar poseído del delirio de Bromio, e.d. del delirio báquicoref. a una estatua de Escopas AP 9.774 (Glauc.).
• Etimología: Denom. de βρομιάς, cf. βρέμω.
Greek Monotonic
βρομιάζομαι: αποθ., = βακχεύω, σε Ανθ.