γελανής

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾱνής Medium diacritics: γελανής Low diacritics: γελανής Capitals: ΓΕΛΑΝΗΣ
Transliteration A: gelanḗs Transliteration B: gelanēs Transliteration C: gelanis Beta Code: gelanh/s

English (LSJ)

ές, (γελάω)

   A cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.

German (Pape)

[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.

English (Slater)

γελᾱνής
   1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)

Spanish (DGE)

(γελᾱνής) -ές
riente, alegre καρδία Pi.O.5.2, θυμός Pi.P.4.181.

Greek Monolingual

γελανής, -ές (Α)
γελαστός, χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελασ-νής < γελασνός < (θ.) γελάσ- γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής.