Γόργειος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γόργειος Medium diacritics: Γόργειος Low diacritics: Γόργειος Capitals: ΓΟΡΓΕΙΟΣ
Transliteration A: Górgeios Transliteration B: Gorgeios Transliteration C: Gorgeios Beta Code: *go/rgeios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a Tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.

German (Pape)

[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.

English (Autenrieth)

of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de Gorgo, de Gorgona, κεφαλή Il.5.741, Od.11.634, Orph.L.539, κάρηνον Hes.Sc.237, Nonn.D.4.391, τύποι A.Eu.49, χαίτη Nonn.D.25.44, ὄμμα Nonn.D.25.81, πλόκαμοι Nonn.D.32.168.
2 de Gorgias prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή AP 7.134.

Greek Monolingual

Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) Γοργώ
1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον
το κεφάλι της Μέδουσας.