δανός

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱνός Medium diacritics: δανός Low diacritics: δανός Capitals: ΔΑΝΟΣ
Transliteration A: danós Transliteration B: danos Transliteration C: danos Beta Code: dano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A burnt, dry, parched, ξύλα δ. Od.15.322: Sup. ξύλα δανότατα Ar.Pax1134. (Prob. from *δᾰϝεσ-νός, cf. δαίω.)

German (Pape)

[Seite 522] (Wurzel δαF-, δαίω brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, trocken. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱνός: -ή, -όν, (δαίω) = κεκαυμένος, ξηρός, ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. Δανάη.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bon à brûler ; sec (bois).
Étymologie: p. *δαϜνός, cf. δαίω.

Spanish (DGE)

(δᾱνός) -ή, -όν

• Alolema(s): δαυνός A.Fr.41a, Phot.δ 73
quemado, seco, reseco ξύλα Od.15.322, Ar.Pax 1134, Call.Fr.243, s. cont., A.l.c., de los muertos δανοῖς ἐν στομάτεσσι Call.Fr.278, cf. Paus.Gr.δ 4, Hsch., Phot.l.c.

Greek Monolingual

δανός, -ή, -όν (Α)
καμένος, ξερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαFεσνός (πρβλ. δάος)].