γυναικοήθης

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοήθης Medium diacritics: γυναικοήθης Low diacritics: γυναικοήθης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΗΘΗΣ
Transliteration A: gynaikoḗthēs Transliteration B: gynaikoēthēs Transliteration C: gynaikoithis Beta Code: gunaikoh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.

German (Pape)

[Seite 510] ες, von weibischer Sinnesart, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοήθης: -ες, ἔχων γυναικεῖον ἦθος, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ες afeminado Hsch.s.u. μαλακός.

Greek Monolingual

γυναικοήθης, -ες (Α)
αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -ήθης < ήθος «χαρακτήρας» (πρβλ. κακοήθης, συνήθης)].