διαπείρω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπείρω Medium diacritics: διαπείρω Low diacritics: διαπείρω Capitals: ΔΙΑΠΕΙΡΩ
Transliteration A: diapeírō Transliteration B: diapeirō Transliteration C: diapeiro Beta Code: diapei/rw

English (LSJ)

   A drive through, σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, cf.Il.16.405(tm.); δ. ὀβελούς Iamb.Myst.3.4.    2 pierce, transfix, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp. 5.36.3; βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14; λίνῳ Dsc.2.61:—Pass., διαπεπαρμένος ἥλοις Plu.2.567f; τὴν χεῖρα διαπᾰρείς J.AJ10.1.2; to be interpenetrated, of muscle and flesh, Gal.8.74.

German (Pape)

[Seite 594] durchbohren; als tmesis rechnen Einige hierher Il. 16, 405 διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων; σφυρῶν κέντρα διαπείρας μέσον Eur. Phoen. 26; τὴν γλῶτταν βελόναις Plut. Artax. 14.

Greek (Liddell-Scott)

διαπείρω: διαπερῶ, διατρυπῶ, τι διά τινος Εὐρ. Φοιν. 26, πρβλ. Ἰλ. Π. 405.

French (Bailly abrégé)

faire passer en perçant ; τί τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.
Étymologie: διά, πείρω.

Spanish (DGE)

1 atravesar de parte a parte c. gen. de lo atravesado διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων le atravesó los dientes, Il.16.405, c. ac. de la cosa atravesada y frec. dat. instrum. βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp.5.36.3, τὰ κάρφη dicho de un blanco hecho de varillas, Luc.Herm.33, sólo c. dat. κοντῷ διαπείρας Alciphr.2.34.2, en v. pas. διαπεπαρμένη ἥλοις Plu.2.567f, περονηθέντα τοῖς ἥλοις καὶ διαπαρέντα τῇ λόγχῃ de Cristo, Gr.Nyss.Thphl.128.8, ἀπέθανε ... ἐν ῥομφαίᾳ διαπαρεὶς Ath.Al.M.26.1252A, c. ac. de rel. Φιλίππου λόγχῃ τὸν μηρὸν ... διαπαρέντος Plu.2.331b, τρίγλης πλευρᾷ διαπαρεὶς τὸ μετάφρενον Luc.VH 1.38, ὁ λάβραξ ... τὸν ... λαιμὸν διαπαρείς Luc.Merc.Cond.24, τὴν χεῖρα διαπαρείς I.AI 10.7.
2 c. ac. del instrumento pasar, clavar de lado a lado σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, ὀβελούς Iambl.Myst.3.4.
3 en v. med.-pas. internarse, introducirse τούτων γὰρ διαπειρομένων τῇ σαρκί de los nervios y tendones en la carne, Gal.8.74.

Greek Monolingual

διαπείρω (Α) πείρω
τρυπώ, διατρυπώ.