διαφραδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A distinct, of sound: in Adv. -έως Hp.Loc. Hom. 2.
Greek (Liddell-Scott)
διαφρᾰδής: -ές, διακεκριμένος, σαφής, ἐπὶ ἤχου· ἐν τῷ ἐπιρρ. -έως, Ἱππ. 408. 39.
Spanish (DGE)
-ές
1 claro, distinto Hp. en Erot.32.18 (var. antigua a Hp.Loc.Hom.2, cf. 2).
2 adv. -έως clara, distintamente τοῦτο δ. ἀκούεται Hp.Loc.Hom.2.
Greek Monolingual
διαφραδής, -ές (Α)
(για ήχο) ξεκάθαρος, ευδιάκριτος.