διαφυγγάνω

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφυγγάνω Medium diacritics: διαφυγγάνω Low diacritics: διαφυγγάνω Capitals: ΔΙΑΦΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: diaphyngánō Transliteration B: diaphynganō Transliteration C: diafyggano Beta Code: diafugga/nw

English (LSJ)

   A = διαφεύγω, Heraclit.86, Th.7.44, Aeschin.3.10, J. AJ19.1.15.

German (Pape)

[Seite 612] = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

διαφυγγάνω: διαφεύγω, Θουκ. 7. 44, Αἰσχίν. 55. 13.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
διαφεύγω.
Étymologie: διά, φυγγάνω.

Spanish (DGE)

1 intr. huir, escapar ἡ δὲ νοῦσος θανασίμη, καὶ παῦροι διαφυγγάνουσι Hp.Int.10, c. giro prep. διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων Aeschin.3.10, ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανον Th.7.44.
2 tr. huir, eludir c. ac. οὐ διαφυγγάνει ... τό τε εἰς τὴν ἔρευναν ἀκριβές no elude la búsqueda minuciosa I.AI 19.126, τὸν θάνατον Eutecnius Th.Par.44.17, c. inf. τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι la mayor parte de lo que concierne a la divinidad ... escapa al conocimiento Heraclit.B 86.

Greek Monolingual

διαφυγγάνω (Α)
1. διαφεύγω, ξεφεύγω
2. διαφεύγω την προσοχή κάποιου.