δυοειδής
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
ές,
A of two forms, double, dual, λόγος Porph.VP50; τὸ δ. τῆς ψυχῆς Herm.in Phdr.p.167 A. Adv. -δῶς Dam.Pr.55.
German (Pape)
[Seite 674] ές, von zweierlei Gestalt, Art, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυοειδής: -ές, δύο εἰδῶν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 50.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): δυειδής Dam.in Prm.189
1 de doble naturaleza, doble, binario λόγος Porph.VP 50, cf. Dam.Pr.54, ἀρχή Dion.Ar.DN 4.21, μεσότης Dam.in Prm.l.c.
•subst. τὸ δ. τῆς ψυχῆς la naturaleza dual de su ser Herm.in Phdr.167, cf. Procl.Theol.Plat.5.22, Syrian.in Metaph.113.13, 24, Simp.in de An.90.32.
2 adv. -ῶς de forma dual op. μονοειδῶς Dam.Pr.55.
Greek Monolingual
δυοειδής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δύο μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. το δυοειδές
διπλή μορφή.