δυσπαράθελκτος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράθελκτος Medium diacritics: δυσπαράθελκτος Low diacritics: δυσπαράθελκτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΘΕΛΚΤΟΣ
Transliteration A: dysparáthelktos Transliteration B: dysparathelktos Transliteration C: dysparathelktos Beta Code: duspara/qelktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to assuage, A.Supp.386 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, οἶκτοι Aesch. Suppl. 381.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράθελκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, δυσπαραμύθητος, οἶκτος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à émouvoir par des caresses.
Étymologie: δυσ-, παραθέλγω.

Spanish (DGE)

-ον
insensible (κότος) δ. παθόντος οἴκτοις A.Supp.386.

Greek Monolingual

δυσπαράθελκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.