ἐγκαταζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταζεύγνῡμι Medium diacritics: ἐγκαταζεύγνυμι Low diacritics: εγκαταζεύγνυμι Capitals: ΕΓΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enkatazeúgnymi Transliteration B: enkatazeugnymi Transliteration C: egkatazeygnymi Beta Code: e)gkatazeu/gnumi

English (LSJ)

   A associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.

German (Pape)

[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐγκαταζεύξας;
adapter par suite de, accommoder en conséquence à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

uncir, fig. adecuar, adaptar νέας βουλὰς νέοισιν ... τρόποις S.Ai.736
someter τοῖς ἰδίοις ἐγκαταζεῦξαι σκήπτροις τοὺς ἀρχῆς ... ἀπολισθήσαντας Cyr.Al.Dial.Trin.480a.

Greek Monolingual

ἐγκαταζεύγνυμι (Α)
συνδέω, συναρμόζω στερεά.