ἐλαΐνεος
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
α, ον, = sq.,
A ῥόπαλον Od.9.320; μοχλός ib.394.
German (Pape)
[Seite 788] = Folgdm, Od. 9, 320. 394 u. sp. D., wie Phani. 4 (VI, 297).
French (Bailly abrégé)
η ion., ον :
d’olivier, en bois d’olivier.
Étymologie: ἐλαία.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de olivo ῥόπαλον Od.9.320, μοχλός Od.9.394, κλάδος Maced.Paean 3, ξόανα hex. en PLouvre 93.14, σχίζα Orph.L.130.
Greek Monolingual
ἐλαΐνεος, -α, -ον (Α)
ἐλάινος
ο κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς.