ἔνεσις

From LSJ
Revision as of 16:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνεσις Medium diacritics: ἔνεσις Low diacritics: ένεσις Capitals: ΕΝΕΣΙΣ
Transliteration A: énesis Transliteration B: enesis Transliteration C: enesis Beta Code: e)/nesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνίημι)

   A injection, φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, das Hineinthun, Einspritzen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνεσις: -εως, ἡ, (ἐνίημι) ἔνθεσις, ἐμβολή, ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· ἔγχυσις, διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. ἔνεμα.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic. introducción, inyección, jeringación gener. por el ano, enema ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.Art.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.Syn.9.14.1
por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30
ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero Spir.2.18.