προχωρητικός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ή, όν,=
A προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.Mens. 4.80.
German (Pape)
[Seite 800] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.