πύκα
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
[ῠ], poet. Adv.,
A v. πυκνός B. 111.
German (Pape)
[Seite 815] poet. adv. von πυκός, = πυκινῶς, fest, dicht; Λυκίων πύκα θωρηκτάων, Il. 12, 317, wie Τρώων 15, 689; πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, 12, 454; σάκεος πύκα ποιητοῖο, 18, 608; oft von Gebäuden, Zimmern; auch πύκα φρονεῖν, 9, 554. 14, 217; πύκα τρέφειν, sorgfältig auferziehen, 5, 70. Vgl. πυκινός.