ἀνιγρός
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ά, όν,
A = ἀνιαρός 1, Nic.Th.8, Call.Iamb.1.164 (prob.), Opp. H.3.188; νοῦσος Call.Aet.3.1.14; cf. ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν, δυσῶδες, ἀσεβές, Hsch.; ἀ. ἀντίπαλοι AP7.561 (Jul. Aegypt.); δαίμων IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 236] = ἀνιαρός, sp. D., z. B. Iul. Aeg. 64 (VII, 561); Opp.