Σκίρων
English (LSJ)
[ῑ], ωνος, ὁ, Attic name for the wind
A which blew from the Scironian rocks in the Isthmus of Corinth, Arist.Vent.973b19 (written Σκίρρων), Thphr.Vent.62, Str.1.2.20, 9.1.4, CIG518 (i B.C.); but it is a north-west wind, like Ἀργέστης, in Arist.Mete.363b25. II a mythical robber who haunted the rocks between Attica and Megara, killed by Theseus, X.Mem.2.1.14, Pl.Tht.169a, etc.; Σκίρωνος ἀκτή or ἀκταί the coast near these rocks, S.Fr.24.6, E.Hipp.1208; the adjacent sea was Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης, Simon.114.3; the rocks themselves Σκιρωνίδες πέτραι, E.Hipp.979, Heracl.860, Str.1.2.20, 9.1.4; without πέτραι, Plb.16.16.4; written Σκιρρωνίδες in Arist.Vent. l.c.; Σκιρωνὶς ὁδός the road from Athens to Megara, Hdt.8.71. (Σκίρων is thus written on vases, Kretschmer Griech. Vaseninschr.p.133; Σκειρ- (codd. Simon., etc.) and Σκιρρ- are misspellings.)
Greek (Liddell-Scott)
Σκίρων: [ῑ], -ωνος, ὁ, Ἀττ. ὄνομα τοῦ ἀνέμου τοῦ πνέοντος ἀπὸ τών Σκιρωνίδων πετρῶν τῶν κατὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 238, Στράβ. 28, 391· ἀλλὰ σημαίνει τὸν βορειοδυσμικὸν ἄνεμον, ὡς τὸ ἀργέστης, ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 8· - ὁ τύπος Σκίρων βεβαιοῦται ἐξ Ἀττικ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 518), πρβλ. σκῖρος καὶ ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 860. ΙΙ. μυθολογούμενος τις ληστὴς συχνάζων εἰς τοὺς βράχους τοὺς μεταξὺ τῆς Ἀττικῆς καὶ Μεγάρων, ὃν ὁ Θησεὺς ἐφόνευσε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14, Πλάτ., κλπ· Σκείρωνος ἀκτὴ ἢ ἀκταί, ὁ παρὰ τοὺς βράχους τούτους αἰγιαλός, Σοφ. Ἀποσπ. 19, Εὐρ. Ἱππ. 1208· ἡ πλησίον θάλασσα καλεῖται Σκιρωνικόν οἶδμα θαλάσσης Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 7. 496· αὐτοὶ δὲ οἱ βράχοι Σκιρωνίδες πέτραι, Εὐρ. Ἱππ. 970, Ἡρακλ. 860, Στράβ. 391· ἄνευ τοῦ πέτραι, Πολυβ. 16. 16, 4· φέρεται Σκιρρωνίδες παρ’ Ἀριστ.· Σκιρωνίς ὁδός, ἡ ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Μέγαρα, Ἡροδ. 8. 71.