ἀγγεῖον
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Ion. ἀγγήιον, τό,
A vessel for holding liquid or dry substances (τοῦτο . . ξηροῖς καὶ ὑγροῖς . . ἐργασθέν, ἀγγεῖον ὃ δὴ μιἇ κλήσει προσφθεγγόμεθα Pl.Plt.287e); of metal, ἀργύρεα ἀ. silver jars or vases for water, Hdt.1.188; ἀργυρᾶ καὶ χαλκᾶ ἀ. Plu.2.695b; ἐν ἀ. χαλκῷ mortar, Thphr.Lap.60; ξύλινα ἀ. tubs, Hdt.4.2; vessels for holding money, in a treasury, Id.2.121.β'; for masons' use, Th.4.4; ὀστράκινα ἀ. Hp.Mul.2.193, LXX La.4.2; pails or buckets used by firemen, Plu.Rom.20; sacks of leather, θύλακοι καὶ ἄλλα ἀ. X.An. 6.4.23; τὰς ῥαφὰς τῶν ἀ. Plu.Lys.16; for corn, LXX Ge.42.25; for wine, LXX I Ki.25.18; for bread, I Ki.9.7; box for petitions, PTaur. I ii 6 (ii B. C.), etc. 2 receptacle, reservoir, X.Oec.9.2, Pl.Lg. 845e; bed of the sea, Pl.Criti.111a. 3 coffin, sarcophagus, IG 12(2).494 (Lesbos), BSA17.227 (Pamphyl.), etc. II of the human or animal body, vessel, cavity, Hp.Morb.4.37, Arist.HA521b6, PA680b33; of the veins, Id.HA511b17, al.; the lungs, Id.GA787b3; the female breast, Id.PA692a12; afterbirth, Sor.2.57; of plants, capsule, Thphr.HP1.11.1:—later, the body itself, M.Ant.3.3, cf. Secund. Sent.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγγεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, (ἄγγος) = ἀγγεῖον παντὸς εἴδους δυνάμενον νὰ περιλάβῃ ὑγρὰς ἢ ξηρὰς οὐσίας, (τοῦτο τὸ ὄργανον... ξηροῖς καὶ ὑγροῖς καὶ ἐμπύροις καὶ ἀπύροις παντοδαπὸν εἶδος ἐργασθέν, ἀγγεῖον ὃ δὴ μιᾷ κλήσει προσφεγγόμεθα, Πλάτ. Πολιτικὸς 287Ε), - ἐκ μετάλλου, ἀργύρεα ἀγγ., ἐξ ἀργύρου ὑδρίαι ἢ δοχεῖα ὕδατος, Ἡρόδ. 1, 188, ἀργυρᾶ καὶ χαλκᾶ ἀγγ., Πλούτ. 2. 695, ἐν ἀγγείῳ χαλκῷ, ἐν ἰγδίῳ, Θεοφράστ. λιθ. 60· - ξύλινα ἀγγ., μεγάλοι κάδοι ἢ ἀγγ. ἐκ ξύλου, Ἡρόδ. 4, 2· - ἀγγεῖα περιέχοντα χρήματα ἐντὸς θησαυροφυλακίου, ὁ αὐτ. 2. 121. 2· πρὸς χρῆσιν τῶν κτιστῶν ἢ οἰκοδόμων, Θουκ. 4. 4· - ὀστράκινα ἀγγεῖα, πήλινα, Ἱππ. 668. 21, Ἑβδ. (Θρην. δ΄, 2)· - καδίσκοι ἐν χρήσει πρὸς κατάσβεσιν πυρός, Πλούτ. Ρωμ. 20· - ὡσαύτ. σάκκοι, ἀσκοὶ ἐκ βύρσης, δέρματος, θύλακοι καὶ ἄλλα ἀγγ., Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, τὰς ῥαφὰς τῶν ἀγγ., Πλούτ. Λυσ. 16· πρὸς ἔνθεσιν σίτου, Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 25)· οἴνου, Ἑβδ. (Βασ. Α΄, κε΄, 18). 2) καθόλου, δοχεῖον, Ξεν. Οἰκ. 9, 2, Πλάτ. Κριτίας 111Α, Νόμ. 845Ε. 3) σαρκοφάγος, λάρναξ, νεκροθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 4300v καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῶ ἀνθρωπίνω σώματι, ἀγγεῖον, ὄργανον, κυψέλη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 20, 1· οὕτως ἐπὶ τῶν φλεβῶν, αὐτ. 2, καὶ ἀλλ.· περὶ τοῦ στομάχου, αὐτ. Μορ. Ζ. 4, 5, 39· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 5. 7. 14· τοῦ γυναικείου στήθους, αὐτ. Μορ. Ζ. 4. 11. 19· ἐπὶ φυτῶν = κέλυφος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 11. 1: - παρ’ Ἐκκλ. αὐτὸ τὸ σῶμα, ὡς λέγεται καὶ τὸ σκεῦος.