σύγκειμαι

From LSJ
Revision as of 19:24, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκειμαι Medium diacritics: σύγκειμαι Low diacritics: σύγκειμαι Capitals: ΣΥΓΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: sýnkeimai Transliteration B: synkeimai Transliteration C: sygkeimai Beta Code: su/gkeimai

English (LSJ)

Pass.,

   A lie together, τρεῖς ὁμοῦ σ. S.Aj.1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.    II as Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Pl.Phd.98c; ἐκ στοιχείων Id.Tht.201e, cf. X.Cyn. 5.29; τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων σ. X.Oec.8.3; μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R.398d, cf. Phd.92a; δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol.1266a1; of quack-doctors, οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp.Lex1; ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229; ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13; c. gen. only, ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17; εἰς ἓν σ. compounded into one body, Pl.Phlb.29d: in later Gr. c. gen., belong to, πολιτείας PMasp.20.15 (vi A.D.).    2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ . . ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma.286a; ποίημα σ. Id.Ly.221d; λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh.1403b35, cf. 1402a17; ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph.982b19; also λόγος λαμπρὸς καὶ συγκείμενος Suid. s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.    3 to be contrived, concocted, τῇδε σ. δόλος E.Rh.215; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σ. Antipho 3.3.4; πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα... συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.    4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph.1054b5; τὸ σ. complex, ib.1051b4, 1076b18, cf. σύνθετος 1.2.    5 Math., to be the sum of . ., ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155; οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.    III to be agreed on by two parties, σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111; ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg.822c; also τὰς σπονδὰς οὐδετέρας ἔφη καλῶς ξυγκεῖσθαι Th.8.43: freq. in part., agreed on, arranged, ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς σ. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152; σ. χωρίον Id.8.128, cf. 5.50; κατὰ τὰ σ. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol.1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ σ. Luc.JTr.37; ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94.    2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι Hdt.9.52: abs., καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23; ὥσπερ σ. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.; καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to . ., Hdt.5.62.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κεῖμαι), mit, zusammen od. bei einander liegen, Soph. Ai. 1288; übh. perf. pass. zu συντίθημι, zusammengesetzt sein, χορὸς ἐξ ἀνθρώπων συγκείμενός ἐστιν, Xen. Oec. 8, 3; σύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, Plat. Phaed. 98 c; Theaet. 201 e u. öfter; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι, von Dichtern zusammengesetzte, erdichtete Begebenheiten, Isocr. 4, 168; πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται, Lys. 3, 26; ὥςπερ ποίημα μακρὸν συγκείμενον, Plat. Lys. 221 d; λόγοι συγκείμενοι ὑπὸ τοῦ σοφιστοῦ, Aesch. 1, 125; bes. verabredet sein, ξυγκείμενα σημεῖα, Ar. Eccl. 6; καθάπερ ἦν ξυγκείμενον, wie es verabredet war, 61; σύγκειται αὐτοῖς, es besteht unter ihnen die Verabredung, sie sind übereingekommen, c. int., Her. 9, 52; τὸ συγκείμενον, die Uebereinkunft, 5, 62; τὰ συγκείμενα, Xen. An. 7, 2, 7; κατὰ τὰ συγκείμενα, nach der Verabredung, Her. 3, 58; Thuc. 3, 70; Xen. An. 6, 2, 7 u. sonst; αἱ συγκείμεναι ἡμέραι, Her. 3, 157; τὸ συγκείμενον, der verabredete Ort, Xen. An. 6, 3, 4; Thuc. 4, 23; πιστότερον σύγκειται, Antiph. 3 γ 4; τὰ ἐπὶ τῇ βλάβῃ συγκείμενα, Lys. 12, 48; καὶ ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω, so soll es ausgemacht sein, Plat. Legg. VII, 827 c; Sp., wie τὰ πρὸς αὐτὸν συγκείμενα αὐτοῖς, Pol. 5, 4, 10; παρὰ τὰ συγκείμενα, Luc. Iov. Trag. 37.