θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
from the same as σάρδιος; sardine (λίθος being implied), i.e. a gem, so called: sardine.
ὁ, Α
(ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].