ὁμολογουμένως

Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

Adv., c. dat.,

   A conformably with, τοῖς εἰρημένοις X.Ap.27 : abs., Id.Oec.1.11.    b in Stoic Philos., ὁ. ζῆν, with or without τῇ φύσει, Zeno Stoic.1.45, Cleanth.ib.125, Chrysipp. ib.3.4.    2 by common consent, confessedly, admittedly, ὁ. μαχιμώτατοι Th.6.90, cf. And.1.140, Pl.Smp.186b, Hyp.Lyc.6, etc. ; ὁ. ἀγαθοί, ὁ. ἄριστοι, Pl.La.186b, Mx.243c ; ἡ ὁ. ἰητρική Hp.VM5.

German (Pape)

[Seite 338] zugestandenermaßen, offenbar; τῶν ἐκεῖ ὁμολ. βαρβάρων μαχιμώτατοι, Thuc. 6, 90; oft bei Plat., wie Conv. 186 b Theaet. 157 b; Folgde, wie Pol. 3, 47, 7 u. öfter; auch τινί, übereinstimmend mit Etwas, Xen. Apol. 27; τῇ φύσει ὁμ. ζῆν sagten die Stoiker, D. L. 7, 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογουμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ ὁμολογέω, κατὰ τὴν συμφωνίαν, συμφώνως πρός..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 d’un accord unanime, de l’aveu de tous;
2 d’une manière conforme ou analogue à, d’accord avec, τινι.
Étymologie: ὁμολογουμένος, part. pf. Pass. de ὁμολογέω.

English (Strong)

adverb of present passive participle of ὁμολογέω; confessedly: without controversy.

English (Thayer)

(ὁμολογέω), adverb, by consent of all, confessedly, without controversy: Thucydides, Xenophon, Plato down; with ἀοπ πάντων added, Isocrates paneg. § 33, where see Baiter's note.)