συνεισδίδωμι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισδίδωμι Medium diacritics: συνεισδίδωμι Low diacritics: συνεισδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΙΣΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: syneisdídōmi Transliteration B: syneisdidōmi Transliteration C: syneisdidomi Beta Code: suneisdi/dwmi

English (LSJ)

   A submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].