κηρυκικός
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ή, όν,
A of heralds, φῦλον, ἔθνος, Pl.Plt.260d, 290b: ἡ κηρυκική (sc. τέχνη) ib.260e.
German (Pape)
[Seite 1434] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; γένος Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
κηρυκικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, φῦλον, ἔθνος Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. τέχνη) αὐτόθι 260Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική (τέχνη) charge de héraut.
Étymologie: κῆρυξ.