χρησμῳδός

From LSJ
Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμῳδός Medium diacritics: χρησμῳδός Low diacritics: χρησμωδός Capitals: ΧΡΗΣΜΩΔΟΣ
Transliteration A: chrēsmōidós Transliteration B: chrēsmōdos Transliteration C: chrismodos Beta Code: xrhsmw|do/s

English (LSJ)

όν, (ᾠδή) prop.

   A chanting oracles, or delivering them in verse; then, generally, prophesying, prophetic, χ. παρθένος, of the Sphinx, S.OT1200 (lyr.); epith. of Apollo, Epigr.Gr.1023.2 (Nubia).    2 oracular, φάτις S.Fr.573.    II as Subst., soothsayer, oracle-monger, Pl.Ap.22c, Ion534d, al.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel singend, Orakel in Versen u. mit Gesang ertheilend; von der Sphinx gesagt Soph. O. R. 1199; übh. weissagend, prophezeihend; ὁ χρησμῳδός, der Wahrsager, Prophet; καὶ θεομάντεις Plat. Apol. 22 c; Ion 534 c.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμῳδός: -όν, (ᾠδὴ) κυρίως ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως καθόλου, ὁ προφητεύων, προφητικός, χρ. παρθένος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χρησμολόγος, γόης, Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend litt. qui chante des oracles ; ὁ χρησμῳδός devin, prophète.
Étymologie: χρησμός, ᾄδω.

Spanish

que profetiza, que vaticina

Greek Monolingual

ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ. χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμν-ῳδός].

Russian (Dvoretsky)

χρησμῳδός: II ὁ прорицатель Plat.
пророческий, вещий (παρθένος Soph.).