χρυσεότευκτος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, A = χρυσότευκτος (q. v.), Id.H.55.18.
German (Pape)
[Seite 1380] = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεότευκτος: -ον, = χρυσότευκτος (ὃ ἴδε), Ὀρφ. Ὕμν. 54. 18.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσότευκτος.