ὠκύπους

From LSJ
Revision as of 06:30, 6 October 2017 by Spiros (talk | contribs)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπους Medium diacritics: ὠκύπους Low diacritics: ωκύπους Capitals: ΩΚΥΠΟΥΣ
Transliteration A: ōkýpous Transliteration B: ōkypous Transliteration C: okypous Beta Code: w)ku/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό: acc. masc.

   A ὠκύπουν E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. -πόδεσσι Il.2.383, etc.:swift-footed, fleet of foot, in Hom. always epith. of horses, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the hare, Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of Hermes, Id.Hel. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπους: ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας ταχύς, ταχύπους, ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. ὠκύπους ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὠκύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὠκύς, πούς.

English (Slater)

ὠκῠπους
   1 swift footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.

Greek Monolingual

-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].